- ακρόκλαδο
- και ακροκλάδι, τοη άκρη τού κλαδιού δέντρου ή θάμνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + κλαδί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρόκλαδο — ακρόκλαδο, το και ακροκλώναρο, το το ψηλότερο κλαδί ενός δέντρου: Η φωλιά βρισκόταν σ ένα ακρόκλαδο κι ήταν αδύνατο να τη φτάσουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρόκλαδος — η, ο (Μ ἀκρόκλαδος, ο, ως ουσ.) αυτός που βλαστάνει ή βρίσκεται στην άκρη τού κλαδιού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ακρόκλαδο το άκρο, η κορυφή τού κλαδιού ή το ψηλότερο κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + κλάδος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακρόκλαδο] … Dictionary of Greek
ακροκλώναρο — το το ακρόκλαδο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + κλωνάρι] … Dictionary of Greek
κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… … Dictionary of Greek